
ΤΟ ΑΜΑΞΑΚΙ ΜΟΥ...
Πληκτρολογήστε το κείμενό Ήταν Οκτώβριος του 2008. Μία από τις πιο ευτυχισμένες χρονιές της ζωής μου. Όλα πήγαιναν ρολόι. Καμία απώλεια αγαπημένου προσώπου, κανένα επαγγελματικό στραβοπάτημα, καμία οικονομική δυσανεξία. Μόλις είχα καταφέρει να περάσω τις εξετάσεις και να σπουδάσω στο Μαράσλειο Διδασκαλείο την πολυπόθητη μετεκπαίδευση. Όλα τέλεια!
Μια εποχή που δεν σε απασχολούσε σχεδόν τίποτα. Ή σχεδόν τίποτα. Μόνο σε ποιο μέρος ή νησί θα πήγαινες εκδρομή. Το χρήμα δεν έρεε ακριβώς, αλλά δεν σε πολυαπασχολούσε κιόλας. Πολλά χρόνια πίσω, πριν κάνουν τη δυναμική τους εμφάνιση τα προϊόντα Μαράτα…
Εκείνον τον υπέροχο Οκτώβριο απέκτησα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Ένα Hyundai Matrix μεταχειρισμένο από τα χέρια του θείου Γιώργου, αλλά στην ουσία καινούργιο. Είχε κάνει μόλις 15.000 χιλιόμετρα και ήθελε να το ξεφορτωθεί, καθώς του ήταν βάρος.
Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι ένα τραγικό ταξίδι στο χωριό με τους γονείς, όπου το γερασμένο Austin Rover Montego, το περήφανο απόκτημα του πατέρα μου από το εφάπαξ του 20 χρόνια πριν, μας άφησε στα κρύα του λουτρού κάπου στη Νέα Μανωλάδα…
Η οδική βοήθεια αργούσε πάρα πολύ να έρθει κι έτσι αναγκαστήκαμε να φιλοξενηθούμε απρόθυμα στην αυλή ενός τσιγγάνου οικογενειάρχη με 5 αεικίνητα παιδιά, που πρόσφερε απλόχερα τις πλαστικές του καρέκλες για να ξαποστάσουμε όσο περιμέναμε, παρά τις αθόρυβες αντιρρήσεις της μάνας μου που ένιωθε άβολα (καθώς «δεν ήταν της τάξεως μας», ως μια μοντέρνα εκδοχή της Τασσώς Καββαδία). Να 'ναι καλά ο άνθρωπος εκεί που είναι τώρα…
Το «πληγωμένο» αμάξι φορτωμένο ασφυκτικά με χιλιάδες πράγματα ως συνήθως (σακούλες με ρούχα και ασαφή σακουλίδια με τρόφιμα), μαζί με μια παλιά τηλεόραση 22 ιντσών που είχε προορισμό την τελευταία της κατοικία: το σπίτι στο χωριό, εκεί που θα περνούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους όλες οι γερασμένες ηλεκτρικές συσκευές του διαμερίσματος της πόλης και θα έβρισκαν τη «γαλήνη και την ησυχία» που τόσο αποζητούσαν με τον τρόπο τους. Το εξοχικό σπίτι είχε μετατραπεί εδώ και χρόνια σε «ησυχαστήριο» ηλεκτρικών συσκευών, καθώς δεν μας ένοιαζε ιδιαίτερα η ενδεχόμενη κλοπή τους. Κάποια στιγμή, θα κατέληγε σε κάδο ανακύκλωσης ηλεκτρικών συσκευών σε ένα κατάστημα στον Πύργο, όπως και έγινε μετά από κάποια χρόνια. Ήταν η εποχή που έδινες σημασία και οντότητα σε άψυχα αντικείμενα που είχες περάσει ουσιαστικό χρόνο μαζί τους, αλλά με τα χρόνια συνειδητοποιούσες ότι αυτό δεν έχει βαρύνουσα σημασία…
Εκείνη τη στιγμή, πήρα τη μεγάλη απόφαση ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Αν ήθελαν οι γονείς μου να επισκέπτονται το σπίτι στο χωριό, έπρεπε να έχουν κι ένα αξιοπρεπές αμάξι. Δεν θα έπρεπε να τρέμουν κάθε φορά που θα έβγαιναν σε αυτή την Εθνική Οδό-Καρμανιόλα. Το ηλικιωμένο βρετανικό αυτοκίνητο – καμάρι της εποχής του, αλλά τώρα μόνο για tea and biscuits ήταν κατάλληλο, σαν αγγλίδα γριά - έπρεπε να παροπλιστεί…
Σαν από μηχανής Θεός, βρέθηκε ο μακαρίτης θείος Γιώργος. Ο αδερφός της μητέρας μου. Να πουλάει το Hyundai Matrix, το καμάρι των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που είχε κάνει μόλις 15 χιλιάδες χιλιόμετρα. Σχεδόν καινούργιο! Στην προνομιακή τιμή των 8.000 ευρώ. Αρκεί να το ξεφορτωνόταν σύντομα, καθώς το οδηγούσε ελάχιστα…
Ύστερα από ένα αγχωμένο test drive στην Πλαζ της Πάτρας, κατάλαβα αμέσως ότι αυτό θα γινόταν το αμάξι μου. Το πρώτο μου απόκτημα με τα λεφτά του εκπαιδευτικού. Το πρώτο μου κάτι χειροπιαστό…
Κι εκείνο τον Οκτώβριο, έγινε δικό μου, μετά από κάποιες υπογραφές στα ΚΕΠ της περιοχής και καταθέσεις σε τράπεζες…
Δεν θα ξεχάσω το «ασήμωμα» που ακολούθησε από συγγενείς και φίλους. Τις πρώτες αγχωμένες βόλτες στη θάλασσα, καθώς φοβόμουν μην μου το σπάσουν. Το πρώτο ταξίδι στο χωριό. Την πρώτη φορά που κλειδώθηκα απέξω στα Κρέστενα, μετά από ένα μπάνιο σε κοντινή παραλία, καθώς άφησα αναμμένη τη μηχανή με κλειστά τα παράθυρα και δεν είχα μάθει να το λειτουργώ καλά καλά. Τα πρώτα CD που άκουσα, καθώς έβαζα την 5η ταχύτητα. Τις αμέτρητες ώρες που άκουγα το Rebel heart της Madonna και τραγουδούσα, όσο με πήγαινε στην καινούργια παραλία με τους «νέους» φίλους μου . Τα πλυσίματα σε car wash της πόλης, όπου τρελαινόμουν να βρίσκομαι μέσα και να βλέπω τις σαπουνάδες να καθαρίζουν τα τζάμια.
Δεν θα ξεχάσω τη χαρά που μου πρόσφερε, όταν δεν υπήρχε μέρος για να «εκτονωθείς» σεξουαλικά, αλλά τα πίσω καθίσματα ήταν τόσο άνετα, που τα εκμεταλλευόσουν σε κάθε ευκαιρία σε απόμερες και σκοτεινές περιοχές της πόλης, αλλά και του χωριού. Αμέτρητοι απόθεσαν αμέριμνοι το γενετικό τους υλικό στα πίσω καθίσματα με τους λευκούς λεκέδες να σε φέρνουν σε αμηχανία με ενοχλητικές ερωτήσεις…
Δεν θα ξεχάσω τα αναρίθμητα ταξίδια στο αγαπημένο σπίτι στο χωριό. Που λαχταρούσα να βρίσκομαι εκεί κάθε Πάσχα και κάθε καλοκαίρι να ζήσω τις ίδιες αναμνήσεις από την αρχή. Με τους γονείς σε μια μικρή στάση πρώτα στο καλό κρεοπωλείο της πόλης και στο σουβλατζίδικο της περιοχής, όπου ο πατέρας μου λαχταρούσε να φάει λουκάνικο, κατάλληλο για τα δόντια του, καθώς δεν άντεχε στα δόντια του τις σκληρές τροφές.
Και φυσικά, δεν θα ξεχάσω τις φορές που μου ζήτησε το αμάξι ο αδερφός μου για να πάει τα μικρά παιδιά του για μπάνιο σε μια κοντινή παραλία. Του το έδινα με τον όρο να μην καπνίζει μέσα στο αμάξι. Πόσο ηλίθιος κι εγώ…
Το αμαξάκι μου, ακούραστα και αγόγγυστα, με πήγαινε παντού, χωρίς να βγάλει ποτέ το παραμικρό πρόβλημα, εκτός μόνο από τον καιρό της Πανδημίας, όπου έμενε ακίνητο κάτω από το σπίτι μου. Μου άνοιξε διάπλατα τις πόρτες σε έναν κόσμο που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε. Ήταν πάντα εκεί: Παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο να με περιμένει υπομονετικά κάθε φορά που ερχόμουν τα αγχωμένα σαββατοκύριακα. Να απαιτεί μια βόλτα από τα χέρια μου για να μην μουλαρώσει και νεκρώσει την μπαταρία του. Να με περιμένει για να ζήσουμε αμέτρητες εμπειρίες. Και τις ζούσαμε μαζί…
σας εδώ...